Η χρήση πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στις καθημερινές μας συναλλαγές. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα δικαιώματά μας σε περίπτωση που διαπιστώσουμε την πραγματοποίηση συναλλαγών από τρίτους, μετά από κλοπή ή απώλεια της πιστωτικής μας κάρτας.
Το θέμα αυτό ρυθμίζεται με το Νόμο 3862/2010, με το οποίο ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο η Οδηγία 2007/64/ΕΚ.
Σύμφωνα με το άρθρο 55 του Νόμου, ο νόμιμος κάτοχος της πιστωτικής κάρτας οφείλει να χρησιμοποιεί το μέσο πληρωμών σύμφωνα με τους όρους που διέπουν την έκδοση και χρήση του και να ειδοποιεί αμελλητί το πιστωτικό ίδρυμα, μόλις υποπέσει στην αντίληψή του απώλεια, κλοπή ή υπεξαίρεση της κάρτας του ή μη εγκεκριμένη χρήση του.
Σε περίπτωση μη εγκεκριμένης πράξης πληρωμής, το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να επιστρέφει αμέσως στον νόμιμο κάτοχο της κάρτας το ποσό της μη εγκεκριμένης πράξης και εφόσον συντρέχει περίπτωση, να επαναφέρει το χρεωθέντα λογαριασμό πληρωμών στην κατάσταση που θα βρισκόταν εάν δεν είχε πραγματοποιηθεί η μη εγκεκριμένη πράξη πληρωμής. Τονίζεται βέβαια ότι η υποχρέωση αυτή υφίσταται μόνον εφόσον ο καταναλωτής ειδοποιήσει την εκδότρια τράπεζα αμέσως μόλις κάτι τέτοιο υποπέσει στην αντίληψή του και πάντως το αργότερο μέχρι και 13 μήνες από την ημερομηνία χρέωσης.
Σημειώνεται ότι ο πληρωτής ευθύνεται σχετικά με μη εγκεκριμένες πράξεις πληρωμής μέχρι ανώτατου ποσού 150 ευρώ, για τις ζημίες που απορρέουν από τη χρήση κάρτας που εκλάπη ή απωλέσθηκε. Σε περίπτωση όμως ύπαρξης δόλου ή βαριάς αμέλειας, δεν ισχύει το παραπάνω ανώτατο όριο ευθύνης του νόμιμου κατόχου.
Τέλος, από την γνωστοποίηση της κλοπής ή απώλειας της κάρτας και μετά ο καταναλωτής δεν φέρει τις οικονομικές συνέπειες από τη χρήση της κάρτας, εκτός βέβαια εάν ενήργησε με δόλο.